- κεραμιδώνω
- κεραμίδωσα, κεραμιδώθηκα, κεραμιδωμένος, σκεπάζω τη στέγη με κεραμίδια: Κεραμιδώνει το σπίτι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεραμιδώνω — (Α κεραμιδῶ, όω) [κεραμίδι] καλύπτω στέγη με κεραμίδια, τοποθετώ κεραμίδια στη στέγη αρχ. καλύπτω σώμα στρατού με ασπίδες για προάσπιση … Dictionary of Greek
κεραμίδωμα — το [κεραμιδώνω] η τοποθέτηση κεραμιδιών σε στέγη … Dictionary of Greek
κεραμίδωση — η [κεραμιδώνω] κάλυψη στέγης με κεραμίδια, τοποθέτηση κεραμιδιών στη στέγη … Dictionary of Greek
κεραμιδώ — κεραμιδῶ, όω (Α) βλ. κεραμιδώνω … Dictionary of Greek
κεραμώνω — (ΑΜ κεραμῶ, όω) [κέραμος] καλύπτω με κεραμίδια στέγη, κεραμιδώνω αρχ. τοποθετώ τους στρατιώτες έτσι ώστε τα κεφάλια τους να καλύπτονται από τις ασπίδες … Dictionary of Greek